-
1 ἐπι-φθέγγομαι
ἐπι-φθέγγομαι, dazu sprechen, rufen, Aesch. Ch. 450; dabei aussprechen, sagen, τῆς αὑτῶν φωνῆς μόριον Plat. Crat. 383 a; μίαν ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέ χνην ἐπεφϑέγξατο προςειπώνPhil. 18 d, auch pass., τὰ ἐπιφϑεγγόμενα ὕστερον τῆς ἀποφάσεως ὀνόματα Soph. 257 c; Sp., wie Luc. u. Plut., ἡ αὐλητρὶς ἐπιφϑεγξαμένη μικρὰ ταῖς σπ ονδαῖς, zu den Sp. spielend, Conv. sept. sap. 5; – zurufen, Luc. Alex. 38. 39.
См. также в других словарях:
επιφθέγγομαι — ἐπιφθέγγομαι (Α) 1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.) 2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.) 3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’… … Dictionary of Greek